φαίδρα

φαίδρα
Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας Θησέα, ερωτεύτηκε τον πρόγονό της Ιππόλυτο, σεμνό και αφιερωμένο στην Άρτεμη, και επειδή αυτός αρνήθηκε τον έρωτά της, αυτοκτόνησε, συκοφαντώντας όμως τον νέο, ότι αυτός δήθεν της έκανε ανήθικη πρόταση. Ο Θησέας καταράστηκε τον γιο του και παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να τον εκδικηθεί. Ο θεός έστειλε ένα τέρας μπροστά στο άρμα του Ιππολύτου που έτρεχε στην παραλία, και ο νέος πνίγηκε γιατί τα άλογα τρομαγμένα τον πέταξαν στη θάλασσα. Τελικά όμως η Άρτεμη αποκάλυψε την αγνότητα του Ιππολύτου. Το ίδιο θέμα χρησιμοποιήθηκε και από πολλούς άλλους αρχαίους και νεότερους ποιητές (Σοφοκλής, Σενέκας, Ρακίνας, Ντ’ Ανούντσιο). Το πίσω μέρος αρχαίου ελληνικού καθρέφτη που εικονίζει τη Φαίδρα, με την παρότρυνση του Έρωτα, να εξομολογείται στον Ιππόλυτο τον έρωτά της.
* * *
ἡ, Α
το φυτό ίππουρις, αλλ. εφέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ἐφέδρα βλ. λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαίδρα — φαίδρᾱ , φαίδρα fem nom/voc/acc dual φαίδρᾱ , φαίδρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρα — Φαίδρᾱ , Φαίδρη fem nom/voc/acc dual Φαίδρᾱ , Φαίδρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Φαί̱δρᾱ , Φαῖδρας masc nom/voc/acc dual Φαί̱δρᾱ , Φαῖδρας masc voc sg (attic) Φαί̱δρᾱ , Φαῖδρας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίδρᾳ — φαίδρᾱͅ , φαίδρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρᾳ — Φαίδρᾱͅ , Φαίδρη fem dat sg (attic doric aeolic) Φαί̱δρᾱͅ , Φαῖδρας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρά — φαιδρός bright neut nom/voc/acc pl φαιδρά̱ , φαιδρός bright fem nom/voc/acc dual φαιδρά̱ , φαιδρός bright fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… …   Dictionary of Greek

  • Φαίδρα — η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαιδρᾷ — φαιδρός bright fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαῖδρα — Φαῖδρας masc voc sg Φαῖδρας masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζαμπαθά Παγουλάτου, Φαίδρα — (Αθήνα 1934 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και ιταλική λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα και δοκίμια, ενώ αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό έργο της. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1962 με την έκδοση της ποιητικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”